Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

οἱ τοῠ ὅλου στασιῶται

См. также в других словарях:

  • στασιώτης — ο, ΝΑ νεοελλ. στασιαστής, άτομο που μετέχει σε στάση αρχ. 1. μέλος κομματικής φατρίας («οἱ τοῡ Μεγακλέους στασιῶται», Ηρόδ.) 2. σωματοφύλακας 3. (κατά τον Ησύχ.) «στασιῶται οἱ ἐκ τῆς αὐτῆς τάξεως» 4. φρ. α) «οἱ στασιῶται τοῡ ὅλου» οι φιλόσοφοι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»